- μακροπώγων
- ο (Α μακροπώγων,-ωνος)αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένηςαρχ.(στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνεςονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. βαθυ-πώγων, τραγο-πώγων)].
Dictionary of Greek. 2013.